- δυσάερος
- δυσάερος, -ον (Α)1. (για χώρο) που έχει νοσηρό, βλαβερό αέρα2. (για ατμόσφαιρα) ανθυγιεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσάερος — having bad air masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάερον — δυσάερος having bad air masc/fem acc sg δυσάερος having bad air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαέρου — δυσάερος having bad air masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάεροι — δυσάερος having bad air masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρός — καυματηρός, ά, όν (Α) [καύμα] ο πολύ θερμός, ο πολύ ζεστός («δυσάερος οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά», Στράβ.) … Dictionary of Greek